- εξαφανίζω
- εξαφάνισα, εξαφανίστηκα, εξαφανισμένος, μτβ.1. αφανίζω τελείως, κάνω κάτι ή κάποιον εντελώς άφαντο: Εξαφάνισε τα πειστήρια του εγκλήματος.2. μτφ., εξολοθρεύω, εξοντώνω, καταστρέφω: Εξαφάνισε τους ανταπαιτητές του θρόνου του.3. κρύβω κάτι, το κάνω άφαντο από τους άλλους, τους το κρύβω: Εξαφανίστηκαν τα τρόφιμα από την αγορά.4. το μέσ., εξαφανίζομαι, α. γίνομαι άφαντος, χάνομαι: Εξαφανίστηκαν δύο παιδιά. β. (για πρόσωπα), γίνομαι ξαφνικά άφαντος, φεύγω ξαφνικά και απροσδόκητα σε άγνωστο μέρος, κρύβομαι: Εξαφανίστηκε ο δράστης. γ. η μτχ. πρκ. ως ουσ., οι εξαφανισμένοι στρατιωτικοί που χάθηκαν στις πολεμικές επιχειρήσεις και που δεν επιβεβαιώθηκε ούτε ο θάνατος ούτε η αιχμαλωσία τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.